Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

  Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι. και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.¨




 Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. 

 Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται. είτε γλώσσαι παύσονται. είτε γνώσις καταργηθήσεται. εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν. όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην. ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου.βλέπομεν γαρ άρτι δι΄εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον. άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα. μείζων δε τούτων η αγάπη.




(Απ. Παύλου Α' Κορ.ιγ΄)

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

    Οι προηγούμενες δυο ιστορίες μαζί με αυτήν εδώ, δεν είναι δικές μου,αλλά είναι εξειρετικά συγκινητικές, ιδιαίτερα αυτή με το σκατζοχοιράκι, που με έκανε να κλάψω. Θεωρώ, ότι κάθε ιστολόγιο, που σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να τις συμπεριλάβει στα κείμενά του. Ένα είναι σίγουρα: Τεράστιο μεγαλείο ψυχήςείχαν  αυτοί που τις έγραψαν...

  Σε ενα νησι ζουσε ο Πλουτος,η Ευτυχια, η Αλαζονεια, η Θλιψη,η Γνωση και η Αγαπη.

Καποτε μαθανε πως το νησι θα βουλιαξει κι αρχισαν ολοι να φτιαχνουν βαρκες, ολοι εκτος απο την Αγαπη.

Ομως οταν πια το νησι ηταν ετοιμο να χαθει στη θαλασσα η Αγαπη αλλαξε γνωμη.


Ζητησε απο τον Πλουτο που περνουσε να την παρει μαζι της.


"Δεν εχω χωρο στη βαρκα μου για σενα, ειναι γεματη χρυσαφι".Της απαντησε.

Υστερα ζητησε απο την Αλαζονεια το ιδιο.

"Μα τρελαθηκες θα μου γεμισεις τη βαρκα νερα ετσι βρεγμενη που εισαι". Της απαντησε κι εφυγε γρηγορα.



   Η Θλιψη της ειπε οτι ηταν πολυ θλιμμενη και ηθελε να μεινει μονη και η Ευτυχια ηταν τοσο ευτυχισμενη που ουτε καν την ακουσε.

Η Αγαπη ηταν ετοιμη να πνιγει οταν περασε ενας γερος και της ειπε να ανεβει στη βαρκα του.Εκεινη για μια στιγμη δειλιασε αλλα αποφασισε να τον εμπιστευτει.

Δεν ειπαν τιποτα μεχρι που την αφησε στην στερια κι εφυγε.

Εκεινη ομως ηταν γεματη περιεργεια για τον σωτηρα της και ετρεξε στη Γνωση.

"Γνωση, εσυ που τα ξερεις ολα πες μου, ποιος ηταν ο γεροντας που με εσωσε;"

"Ο Χρονος", της ειπε εκεινη.

"Μα γιατι το εκανε;",αναρωτηθηκε πιο απορημενη απο πριν η Αγαπη.

Και της ειπε τοτε η Γνωση:

"Γιατι μονο ο Χρονος γνωριζει και μπορει να καταλαβει την πραγματικη αξια της Αγαπης"...


Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα 'μοιαζε μ' όλα τα' άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε απ΄ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό...
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια... Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Τα πιο πολλά γελούσαν. Αλλα δεν έμπαιναν στον κόπο να απαντήσουν. Και άλλα του έλεγαν: Δεν έχω χρόνο - ή δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς... Κι αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:

- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.

- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου, όμως, τι πά' να πει ν' αγαπηθούμε;

- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν' αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά' να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.

Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα...

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι βέβαια. Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό.
Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.

Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!...

- Τι ωραίο να σ' αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;

- Όχι ακόμα. Γιατί ν' αγαπηθούμε πά' να πει και να 'χουμε κάτι ο ένας απ' τον άλλον. Δώσ' μου λίγο απ' το καστανόμαυρο τρίχωμά σου κι εγώ θα σου δώσω απ΄ το κίτρινο των ματιών μου.

Κι έκαναν έτσι...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.

- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε... ωπ!

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Τώρα.

Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ' την τεράστια ταχύτητα - που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ' αστέρια - έγιναν ένα... Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ' τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να 'τανε χρόνια, να 'τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:

- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα απ' το τρέξιμο.Θα 'θελα να γυρίσω πίσω.

- Κουράστηκες; Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.

- Για μένα είναι. Έπειτα το 'χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν δεύτερη φορά. Είν' επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...

Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία, πήδηξε σ' ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...

- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είν' αστείο να τρέχω μόνος μου στον ουρανό...

Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως - δε σας τ' ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.

- Εεεεεεε... ωωωωωωωωωω... Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;

Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανένας.

- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα.
Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεεεε... ωωωωωωωωω... Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ;

Τότε, μια μικρή φωνούλα έφτασε στ' αφτιά του,
τόσο γλυκιά και σιγανή σα να 'βγαινε από μέσα του.

- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!

- Μου μίλησε κανείς; Τίποτε δεν βλέπω.

- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία.
Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Ακου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη, ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε. Μόνο που 'χω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...

- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω;

- Ξέρω κι εγώ;... Το τρίχωμά σου, τις πατούσες σου,
ένα κομμάτι από την καρδιά σου...

- Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει...

- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καίω την πρώτη... Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.

Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά... Το σκιουράκι μ' ένα πόδι,
κοίταζε τη γη - τόσο μικρούλα - κι όμως του φαινότανε
πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.

Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι' αυτό. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτ' άλλο.

- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν' αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είν' άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις,
ούτε και να ξεφύγεις απ' αυτό...

- Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η λιαχτίδα.
Καίω τη δεύτερη πατούσα. Καταβαίνουμε...

Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα,μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά... Πλατς!... Και μετά τίποτα...
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ' όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του 'βαζε κομπρέσες κι επιδέσμους και το χάιδευε...

- Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.

Όμως, είδε να σκύβει πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ' αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του. Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα, ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα...

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Το σκιουράκι αναστέναξε, χωρίς καθόλου λύπη.

- Φοβάμαι πως δεν μπορώ.Δεν έχω πια καρδιά για ν' αγαπήσω...

- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ'τη δικιά μου.

- Όμως ν' αγαπηθούμε πά'να πει να τρέχουμε μαζί - κι εγώ δεν έχω πόδια.

- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί; Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να 'μαστε οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε που θα πάμε... Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ'αγαπάς, θα σου φτιάξω ξυλοποδαρα από αγριοτριανταφυλλιά. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα 'ναι πιο όμορφα, γιατί θ' ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου
και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ,
θα 'μαστε εμείς...

Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα - κι εγώ που να το ξέρω; Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή, περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε... Ο απόηχος απ' το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων - λένε... Πάντως, ποτέ - μα ποτέ - κανείς πια δεν τους ξανάδε...


   Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου. Η τρέλα, επειδή λυπήθηκε την ανία, πρότεινε να παίξουν κρυφτό. Το ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει, ενώ η περιέργεια που δεν μπορούσε να κρατηθεί ρώτησε: «τι είναι το κρυφτό»; Ο ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την ευφορία και η χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το δίλημμα και την απάθεια να παίξουν κι αυτοί. Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν: Η αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και ο άνανδρος δεν ήθελε να ρισκάρει. 
   «Ένα, δύο, τρία» άρχισε να μετράει η τρέλα... Η πρώτη που κρύφτηκε πίσω απ' τον πρώτο βράχο ήταν η τεμπελιά που βαριόταν. Η πίστη πέταξε στους ουρανούς και η ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του θριάμβου, που με τη δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο. Ο αλτρουισμός δεν μπόρεσε να κρυφτεί, γιατί κάθε μέρος που έβρισκε το άφηνε για κάποιον άλλο, ενώ η γενναιοδωρία κάθε κρυψώνα που έβρισκε την παραχωρούσε σε όποιον της την ζητούσε. Ο εγωισμός αντίθετα βρήκε καλή κρυψώνα, αγνοώντας όλους τους γύρω του, ενώ ξοπίσω του έτρεξε η ρουφιανιά. Το ψέμα κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού, ενώ το πάθος και ο πόθος κρύφτηκαν μέσα σ' ένα ηφαίστειο. Ο έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί.
    «...1000» μέτρησε η τρέλα και άρχισε να ψάχνει. Την πρώτη που βρήκε ήταν η τεμπελιά, αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά. Μετά βρήκε την πίστη που μίλαγε φωναχτά στον ουρανό με το Θεό. Ένιωσε το σεισμό του πόθου και του πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και, αφού βρήκε τη ζήλια, δεν δυσκολεύτηκε να βρει και το θρίαμβο που θριαμβολογούσε για την κρυψώνα του. Βέβαια, βρήκε πολύ εύκολα το δίλημμα που δεν είχε αποφασίσει ακόμα που να κρυφτεί. Η γενναιοδωρία αποκαλύφθηκε μόνη της για να βοηθήσει, οπότε ο αλτρουισμός φιλοτιμήθηκε και βγήκε δίπλα της. Στο μεταξύ, η ρουφιανιά, πηγαίνοντας να καρφώσει τον εγωϊσμό, αποκαλύφθηκε μαζί του. Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους, εκτός απ' τον έρωτα. Η τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα.
    Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα κι απ' το θυμό της άρχισε να τον κλωτσάει νευρικά, ώσπου ακούστηκε ένα βογγητό πόνου. Ήταν ο έρωτας, που τα αγκάθια της τριανταφυλλιάς τον είχαν τυφλώσει! Η τρέλα ταράχτηκε, δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη... Στο τέλος, μην μπορώντας να ξαναδώσει το φως του στον έρωτα, ορκίστηκε να γίνει ο οδηγός του. Κι από τότε, ο Έρωτας είναι τυφλός και η Τρέλα τον συνοδεύει!" 

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Κοίτα μέσα σου...

   Τι γίνεται, όταν νιώσεις ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις άλλο, να περπατήσεις άλλο, να νιώσεις άλλο? Όταν η ψυχική κόπωση είναι ισχυρότερη από την σωματική και η εξάντληση επέρχεται σχεδόν αβίαστα... Όταν προσπαθείς να τρέξεις και την ίδια στιγμή πέφτεις κάτω και το πρόσωπό σου γεμίζει σκόνη και δάκρυα ανακατεμένα, όταν ανοίγεις τα μάτια, αλλά δεν βλέπεις τίποτα, όταν απλώνεις τα χέρια και δεν πιάνεις τίποτε... 


   Κάποτε, όταν και εγώ σερνόμουν κάτω και δεν έβλεπα, δεν άκουγα, δεν ένιωθα, άκουσα την συμβουλή ενός φίλου: "Όταν νιώσεις, τόσο αδύναμη, που θα μοιάζεις σχεδόν διάφανη, προχώρα. Μπορεί να πονέσεις και να νομίζεις ότι δεν μπορείς, αλλά αξίζει, προσπάθησέ το. Ο πόνος περνάει με την επιμονή και την υπομονή. Και ένα να θυμάσαι: Εκεί που νιώθεις πια ότι δεν μπορείς, έχεις άλλο ένα 20% να δώσεις".


    Τα λόγια του ηχούσαν στα αυτιά μου, ενώ τον έβλεπα να απομακρύνεται με ένα χαμόγελο στα χείλη του. "ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΝΙΩΘΕΙΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ, ΠΙΕΣΕ ΚΙ ΑΛΛΟ, ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΕΡΝΕΣΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙΣ, ΠΙΕΣΕ ΞΑΝΑ, ΣΑΝ ΤΗΝ ΠΛΗΓΗ, ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΙΕΖΕΙΣ, ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΚΥΛΑ...". Είχε απόλυτο δίκαιο.

Κότσιρας Και πάλι παιδί kotsiras kai pali paidi




Ήμασταν ακίνητα και αμίλητα αγάλματα,
ήμασταν αγέλαστα, χάνει όποιος γελά.
Γέλασες και κέρδισα κι έτσι μες στα χείλη σου έζησα,
γέλαγες και κέρδιζα, σ’ έχασα μετά…

Κι αν μεγάλωσα κι αν με τη ζωή μου μάλωσα
αν ερχόσουνα, μες στα δυο σου μάτια θ’ άλλαζα
θα γινόμουνα και πάλι παιδί, και πάλι παιδί.

Ήμασταν ακίνητοι απ’ το χρόνο ασυγκίνητοι,
ήμασταν ανίκητοι, χάσαμε κι οι δυο…

Κι αν μεγάλωσα κι αν με τη ζωή μου μάλωσα
αν ερχόσουνα, μες στα δυο σου μάτια θ’ άλλαζα
θα γινόμουνα και πάλι παιδί, και πάλι παιδί, και πάλι παιδί.

Κι αν μεγάλωσα κι αν με τη ζωή μου μάλωσα
αν ερχόσουνα, μες στα δυο σου μάτια θ’ άλλαζα
θα γινόμουνα και πάλι παιδί…
Ήταν ένα μικρό κύμα, πολύ λυπημένο και που μονολογούσε:
«πόσο δυστυχισμένο είμαι…τα άλλα κύματα είναι τόσο μεγάλα και δυνατά
και εγώ είμαι τόσο μικρό και ασήμαντο γιατί να είναι η ζωή τόσο σκληρή;»

Ένα μεγάλο κύμα που βρισκόταν εκεί κοντά, το άκουσε και αποφάσισε να του απαντήσει:
«Τα λες αυτά διότι δεν έχεις κατανοήσει την πραγματική σου φύση.
Νομίζεις ότι είσαι ένα κύμα και νομίζεις ότι είσαι μικρό και ασήμαντο,
ενώ στην πραγματικότητα δεν είσαι τίποτα από τα δύο»…



Ξαφνιασμένο το μικρό κύμα απαντά:
«Πως;! Δεν είμαι κύμα;! Μα, δεν βλέπεις τον κυματισμό μου;
Δεν βλέπεις τα απόνερά μου; Αν και μικρό, είναι κύμα! Τι εννοείς λέγοντας ότι δεν είμαι κύμα;»

Ήρεμα το μεγάλο κύμα αποκρίνεται:
«Αυτό που καλείς κύμα δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωρινή μορφή σου.
Στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά νερό!

Όταν κατανοήσεις την βάση της φύσης σου, θα απαλλαχθείς από την μιζέρια σου και θα δεις ότι εγώ είμαι εσύ, εσύ είσαι εγώ, και οι δύο είμαστε κομμάτι του ιδίου Όλου»