Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

L'eclat de la vie est dans tes mains,
vas ou te guident tes pas,
le jour et la nuit n'exident pas,
le meilleur est en toi, la dans un coeur qui bat...

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Αλκυόνης Παπαδάκης λέγειν...

   Μόλις σταμάτησε η βροχή... Οι σταγόνες χορεύουν ακόμη στα σύρματα. Ένα δάκρυ κυλάει αργα-αργά στο φύλλο του κάκτου. Το ξέρω πια. Ποτέ δεν έπαψα να σε αγαπώ.


   Είχε σταματήσει σχεδόν η βροχή. Κάτι αραιές, ξέμπαρκες ψιχάλες, χτυπούσαν πότε-πότε στο τζάμι επίμονα. Δεν σε έχουμε ανάγκη, φώναζαν στο σύννεφο. Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς εσένα. Δε σε έχουμε ανάγκη. Κάτι αδύναμες ψιχάλες, που χτυπούσαν επίμονα στο παράθυρο και παρίσταναν την νεροποντή.




   Θυμάσαι που μου έφτιαχνες χάρτινα καραβάκια? Ξέχασες μόνο να μου ζωγραφίσεις ένα λιμάνι. Όταν, κάποιες φορές, με πέταξαν τα κύματα σε λιμάνια, δεν ήξερα να χειριστώ την άγκυρά μου. Δεν ήξερα ναπλευρίσω το καράβι μου. Φοβήθηκα και έφυγα.


   Άπλωνα τα χέρια μου τις νύχτες και μάζευα αστέρια και φτερά, από αγριοπερίστερα, για να τα κρύβω στο μαξιλάρι σου και να γλυκαίνω τον ύπνο σου.


   Αν βρισκόταν ένας, μια φορά, που χει κάτι να μας πει. Ναι, τα ξεπούλησα όλα. Και τα ιερά και τα όσια, όλα. Για να κάνω άνετα μπουρμπουλήθρες στον καφέ μου με το καλαμάκι. Ας βρισκόταν ένας! Έτσι. Χωρίς να επικαλείται άλλοθι, θεωρίες, ιδεολογίες, αέρα κοπανιστό. Θα του βγαζα ευχαρίστως το καπέλο.


   Να σου πω ένα χαρούμενο τραγούδι της ζωής? Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα όταν ανοίγει για να μπει αυτός που αγαπάς.


   Σε αγκάλιασα και βγήκανε κάτι πολύχρωμοι ήλιοι από το χώμα. Γέμισε ο κόσμος μικρούς ήλιους. Ύστερα, κατέβηκαν οι αρχάγγελοι στην γη και γύριζαν ξυπόλυτοι και μεθυσμένοι. Ύστερα ξεχύθηκαν οι άνεμοι, έκοβαν λουρίδες από τον ουρανό και τον περνούσανε μεταξωτά φουλάρια στο λαιμό τους.


   Ποτέ μην κάνεις την καρδιά σου κλουβί για αυτούς που αγαπάς.


   Οι λίμνες... Δεν πρόσεξες τις λίμνες? Δεν είναι σαν τις θάλασσες... Οι θάλασσες μιλούν... Οι λίμνες ονειρεύονται.



   Σημασία έχει ποιά χέρια θα σε αγκαλιάσουν και θα κάνουν το δέρμα σου να δακρύσει... Ποιό στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς ανάσα στα αστέρια...


   Δεν χάθηκε ο ήλιος. Στο σκούρο σύννεφο κρύφτηκε. Περίμενε λίγο.




   Έκλεινα την ψυχή μου στα κοχύλια και στα χάριζα, για να μαθαίνεις τα τραγούδια της θάλασσας...


   Ακολούθησέ με... Θέλω να σου μάθω το τραγούδι που λένε στον ήλιο οι πικροδάφνες. Θέλω να σου μάθω τα ερωτόλογα που ψυθιρίζουν οι πεταλούδες στις ανθισμένες μολόχες...


   Κάτι ακόμα... Δεν μπορούν να ζήσουν τα λουλούδια, αν δεν χαρίζουν στις μέλισσες την ψυχή τους...


   Κάποια μέρα, πρέπει να σου πω, γιατί σε παράτησα. Κάποτε, πρέπει να το μάθεις.. Σ ε άφησα, γιατί σε αγαπούσα πολύ. Γιατί ήθελα να σε προστατέψω από μένα...


   Δεν έχω τόσο την ανάγκη να σε βλέπω. Προτιμώ να σε ονειρεύομαι...


   Είναι μερικοί... Εκεί, κοντά στα μεσόνυχτα, που ξύνουν το σκοτάδι με τα νύχια τους και βρίσκουνε κομμάτια φως.


   Λύσε τον πόνο σου. Άσε τον , να πετάξει με τις φτερούγες του ανέμου. Μην τον τυλίγεις κουβάρι. Νομίζεις έτσι, θα βρεις ποτέ την άκρη του?


   Ακόμα και αν καταφέρω και κλειδώσω την ψυχή μου, να σφραγίσω παράθυρα και πόρτες, η σκέψη μου θα ξεφύγει από τους αρμούς να σε ανταμώσει.


   Στα μάτια του σφύριζαν όλα τους τα τραγούδια, τα πέλαγα...


   Μου χα΄ρισε ένα καραβάκι, είχε μια μικρή φιλντισένια άγκυρα, καρφιτσωμένη στο πλευρό του. Πάρτο! μου είπε. Και να σου πω? Αυτή η άγκυρα δεν πιάνει, πάρα μόνο σε κοράλλια, να το θυμάσαι.


   Όταν φεύγεις, είναι σίγουρο πως ρισκάρεις. Τίποτα δεν θα μείνει έτσι, όπως το άφησες. Ότι μένει πίσω σου, μπορεί να μην το γνωρίσεις, αν θελήσεις να το ξαναδεις. Δεν μπορείς να αιχμαλωτίσεις παρά μόνο τις αναμνήσεις σου.


   Σχεδόν όλη μου την ζωή την πέρασα στην ακροθαλασσιά. Κρατούσα ένα κοχύλ και ονειρευόμουνα τον ωκεανό.




   Σε είδα σε μια παγωμένη λίμνη, να τριγυρνάς μόνος με την βάρκα σου... Μου φάνηκες λυπημένος. Είπα να κάνω την ψυχή μου, ένα νούφαρο, να ομορφαίνει την λίμνη σου...


  Δεν είναι ντροπή να γονατίζεις.. Ντροπή είναι να μην προσπαθείς να σηκωθείς...


  Δεν συμφωνώ μαζί σου, μα αυτό, δεν έχει και τόση σημασία. Σε νοιάζομαι και σε αγαπώ.


   Εκείνα που δεν άντεξα, έκαναν τελικά να ανθίσουν μέσα μου οι πασχαλιές.


   Μια νύχτα, τέλος καλοκαιριού ήταν, που ξαπλώσαμε στην αυλή κάτω από την πικροδάφνη. Όταν άρχισε να χαράζει, μια μικρή πεταλούδα, ήρθε και κάθισε στο μέτωπό μου...


  Αν συναντήσετε ένα αγόρι μελαγχολικό, να μαδάει μια μαργαρίτα, κάτω από ένα πεύκο, πείτε του παρακαλώ, ότι το τελευταίο φύλλο το έχω κρυμμένο στην καρδιά μου...


   Πάλι έπεσε μια βαριά, νοτισμένη σιωπή. Πάλι ζάρωσε το καλοκαίρι στο λαιμό ενός αγριοπερίστερου, γιατί κρύωσε πολύ.


   Θέλω να πω ένα τραγούδι για το μικρό ασφοδήλι, που το 'γειρε η βροχή. Για το κίτρινο αμπελόφυλλο που χει μαγκωθεί στο μαυρισμένο νυχάκι της νύχτας. Για την φλούδα του μανταρινιού που κολυμπάει στο λασπόνερο...


   Τι όμορφα που είναι τα μωβ απομεσήμερα του Οκτώβρη... Ακόμα και όταν ξέρεις, πως αυτό που νόμιζες ότι σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από τα σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε...


   Τι μπορεί να προσφέρει αλήθεια, ένα κίτρινο φύλλο, που θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα του ποταμού? Μπορεί... Να κάνει το ποτάμι να ονειρεύεται.


  Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό, φθαρμένο ψαροκάικο, που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι και έναν ξεσκούφωτο ήλιο για τιμονιέρη...


   Αν βρισκότανε τώρα κάποιος δίπλα μου, να μου ζεστάνει τα χέρια... Να μου πει ψιθυριστά, εντάξει, εντάξει, μην φοβάσαι... Και εγώ να απλώσω τα δάχτυλά μου, στο πρόσωπό του και να πιάσω το σχήμα του χαμόγελου του... Να πιάσω το σχήμα του κόσμου... Αν βρισκότανε λέει...


   Τις νύχτες που περίμενα να έρθεις... Μετρούσα τις ρυτίδες, στο πρόσωπο της ερημιάς...


  Όχι, όχι. Δεν θέλω να με χαιδέψουν χέρια που έχουν στα δάχτυλα χρυσόσκονη. Μπορεί να έχουν σκοτώσει πεταλούδες...


   Ευτυχώς που έμαθα να σφίγγω το χέρι των ανθρώπων, να μετράω, πόσες σταγόνες βροχής αντέχει ένα άνθος βερυκοκιάς.


   Είναι η αγάπη μου, δεν το κατάλαβες? Είναι η αγάπη μου που κάνει να ανθίζουν τα μπομπούκια της πικροδάφνης στο μπαλκόνι μου...


   Θέλω να σε πληγώσω με ένα χαμόγελο, να σε σκοτώσω με ένα χάδι, να σε αναστήσω με ένα φιλί...




   Απόρησα γιατί ήταν τόσο κόκκινα τα άνθη αυτής της ανυγδαλιάς. Ξαφνικά, θυμήθηκα πως της είχα δώσει κάποτε να μου φυλάξει τα αχνάρια των φιλιών σου...


   
   Mε τα δόντια σφιγμένα, χάνομαι στο άπειρο, από σύννεφο σε σύννεφο και από δέντρο σε δέντρο. Διαβάζω το πεπρωμένο μου, στον βυθό των ωκεανών. Επιστρέφω... (Αντώνης Σαμαράκης).


   Σήμερα, κοίταξα τον κόσμο με τα μάτια σου και ξαναβρήκα την χαμένη μου αθωότητα. Απόψε νάρκωσα τους φύλακες του ύπνου σου κι ονειρευτήκαμε μαζί τα όνειρά σου. Και το πρωί θα μοιραστώ την φαντασία σου, να επινοήσουμε από την αρχή τον κόσμο. (Γιώργος Γιαννός).


   Την θάλασσα, δεκατέσσερα χρόνια είχα να την δω. Υποθέτω πως έτσι ξαναγεννιέται κανείς, ανοίγοντας τον εαυτό του, μοιρογνωμόνιο του ορίζοντα, σε μιαν ανέιπωτη αγκαλιά, για την μητέρα του κόσμου, την θάλασσα. (Λένα Πλάτωνος).

   Στο χαρτί μου, σχεδιασμένο ένα καράβι, όλο λέει να ταξιδέψει. Μα πνιγμένο, μέσα στων λέξεων την παλίρροια, πως μπορεί? (Βασίλης Βασιλικός).

   Μόνο γιατί με αγάπησες γεννήθηκα, μόνο για αυτό, η ζωή μου εδόθη. Στην άχαρη ζωή, την ανεκπλήρωτη μένα η ζωή πληρώθη. Μόνο γιατί με αγάπησες γεννήθηκα. (Μαρία Πολυδούρη).

   Το αίμα στον βυθό είναι από την πληγή ενός αστερία, παλίρροια σκέπασε τα ορύγματα στις ακτές, η απόβαση των ναυτίλων επιτεύχθηκε (Παναγιώτης Ράμμης).

   Ξανθό καλοκαίρι, στα χείλια σου εφίλησα τον έρωτα και γεύτηκα την ευτυχία, γαλάζιε ουρανέ, στον αιθέρα σου ένιωσα την ύπαρξή μου, θαλασσινό αστέρι, στον ίσκιο σου έγειρα να κοιμηθώ και ξύπνησα γυναίκα. (Αθανασιάδου).

   Τότε μα ςέφερε η θάλασσα το πρώτο της φιλί, και απόκτησε η καρδιά τον έμπειρο ρυθμό της για να τον κάνει έρωτα. Άμα μείναμε γυμνοί, γίναμε διάφανοι και φάνηκε ο ένας μέσα στον άλλον σαν από κρύσταλλο. (Γιώργος Κάρτερ).

   ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ



Πουλιά του Προύθου

[...]

13
Yπάρχουν άνθη που μοιάζουνε με τα χέρια
τα δάχτυλά τους ψαύουν κι ευωδιάζουν.

14
Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει
Καμιά φορά σηκώνεται κι ουρλιάζει
Μα πάντοτε τα ύδατά της παραμένουν
Θάλασσα της θαλάσσης.

15
Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
Που νύχτα-μέρα διασχίζουν τον αέρα.

16
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Οταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Οταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010







Hapiness is like a butterfly, the more you chase it, the more it will elude you. But if you turn your attention to other thing, it will come an sit softly to your soulder.

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

  Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι. και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.¨




 Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. 

 Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται. είτε γλώσσαι παύσονται. είτε γνώσις καταργηθήσεται. εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν. όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην. ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου.βλέπομεν γαρ άρτι δι΄εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον. άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα. μείζων δε τούτων η αγάπη.




(Απ. Παύλου Α' Κορ.ιγ΄)

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

    Οι προηγούμενες δυο ιστορίες μαζί με αυτήν εδώ, δεν είναι δικές μου,αλλά είναι εξειρετικά συγκινητικές, ιδιαίτερα αυτή με το σκατζοχοιράκι, που με έκανε να κλάψω. Θεωρώ, ότι κάθε ιστολόγιο, που σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να τις συμπεριλάβει στα κείμενά του. Ένα είναι σίγουρα: Τεράστιο μεγαλείο ψυχήςείχαν  αυτοί που τις έγραψαν...

  Σε ενα νησι ζουσε ο Πλουτος,η Ευτυχια, η Αλαζονεια, η Θλιψη,η Γνωση και η Αγαπη.

Καποτε μαθανε πως το νησι θα βουλιαξει κι αρχισαν ολοι να φτιαχνουν βαρκες, ολοι εκτος απο την Αγαπη.

Ομως οταν πια το νησι ηταν ετοιμο να χαθει στη θαλασσα η Αγαπη αλλαξε γνωμη.


Ζητησε απο τον Πλουτο που περνουσε να την παρει μαζι της.


"Δεν εχω χωρο στη βαρκα μου για σενα, ειναι γεματη χρυσαφι".Της απαντησε.

Υστερα ζητησε απο την Αλαζονεια το ιδιο.

"Μα τρελαθηκες θα μου γεμισεις τη βαρκα νερα ετσι βρεγμενη που εισαι". Της απαντησε κι εφυγε γρηγορα.



   Η Θλιψη της ειπε οτι ηταν πολυ θλιμμενη και ηθελε να μεινει μονη και η Ευτυχια ηταν τοσο ευτυχισμενη που ουτε καν την ακουσε.

Η Αγαπη ηταν ετοιμη να πνιγει οταν περασε ενας γερος και της ειπε να ανεβει στη βαρκα του.Εκεινη για μια στιγμη δειλιασε αλλα αποφασισε να τον εμπιστευτει.

Δεν ειπαν τιποτα μεχρι που την αφησε στην στερια κι εφυγε.

Εκεινη ομως ηταν γεματη περιεργεια για τον σωτηρα της και ετρεξε στη Γνωση.

"Γνωση, εσυ που τα ξερεις ολα πες μου, ποιος ηταν ο γεροντας που με εσωσε;"

"Ο Χρονος", της ειπε εκεινη.

"Μα γιατι το εκανε;",αναρωτηθηκε πιο απορημενη απο πριν η Αγαπη.

Και της ειπε τοτε η Γνωση:

"Γιατι μονο ο Χρονος γνωριζει και μπορει να καταλαβει την πραγματικη αξια της Αγαπης"...


Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα 'μοιαζε μ' όλα τα' άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε απ΄ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό...
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια... Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Τα πιο πολλά γελούσαν. Αλλα δεν έμπαιναν στον κόπο να απαντήσουν. Και άλλα του έλεγαν: Δεν έχω χρόνο - ή δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς... Κι αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:

- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.

- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου, όμως, τι πά' να πει ν' αγαπηθούμε;

- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν' αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά' να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.

Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα...

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι βέβαια. Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό.
Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.

Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!...

- Τι ωραίο να σ' αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;

- Όχι ακόμα. Γιατί ν' αγαπηθούμε πά' να πει και να 'χουμε κάτι ο ένας απ' τον άλλον. Δώσ' μου λίγο απ' το καστανόμαυρο τρίχωμά σου κι εγώ θα σου δώσω απ΄ το κίτρινο των ματιών μου.

Κι έκαναν έτσι...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.

- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε... ωπ!

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Τώρα.

Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ' την τεράστια ταχύτητα - που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ' αστέρια - έγιναν ένα... Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ' τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να 'τανε χρόνια, να 'τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:

- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα απ' το τρέξιμο.Θα 'θελα να γυρίσω πίσω.

- Κουράστηκες; Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.

- Για μένα είναι. Έπειτα το 'χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν δεύτερη φορά. Είν' επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...

Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία, πήδηξε σ' ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...

- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είν' αστείο να τρέχω μόνος μου στον ουρανό...

Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως - δε σας τ' ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.

- Εεεεεεε... ωωωωωωωωωω... Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;

Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανένας.

- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα.
Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεεεε... ωωωωωωωωω... Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ;

Τότε, μια μικρή φωνούλα έφτασε στ' αφτιά του,
τόσο γλυκιά και σιγανή σα να 'βγαινε από μέσα του.

- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!

- Μου μίλησε κανείς; Τίποτε δεν βλέπω.

- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία.
Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Ακου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη, ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε. Μόνο που 'χω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...

- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω;

- Ξέρω κι εγώ;... Το τρίχωμά σου, τις πατούσες σου,
ένα κομμάτι από την καρδιά σου...

- Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει...

- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καίω την πρώτη... Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.

Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά... Το σκιουράκι μ' ένα πόδι,
κοίταζε τη γη - τόσο μικρούλα - κι όμως του φαινότανε
πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.

Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι' αυτό. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτ' άλλο.

- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν' αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είν' άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις,
ούτε και να ξεφύγεις απ' αυτό...

- Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η λιαχτίδα.
Καίω τη δεύτερη πατούσα. Καταβαίνουμε...

Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα,μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά... Πλατς!... Και μετά τίποτα...
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ' όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του 'βαζε κομπρέσες κι επιδέσμους και το χάιδευε...

- Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.

Όμως, είδε να σκύβει πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ' αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του. Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα, ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα...

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Το σκιουράκι αναστέναξε, χωρίς καθόλου λύπη.

- Φοβάμαι πως δεν μπορώ.Δεν έχω πια καρδιά για ν' αγαπήσω...

- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ'τη δικιά μου.

- Όμως ν' αγαπηθούμε πά'να πει να τρέχουμε μαζί - κι εγώ δεν έχω πόδια.

- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί; Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να 'μαστε οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε που θα πάμε... Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ'αγαπάς, θα σου φτιάξω ξυλοποδαρα από αγριοτριανταφυλλιά. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα 'ναι πιο όμορφα, γιατί θ' ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου
και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ,
θα 'μαστε εμείς...

Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα - κι εγώ που να το ξέρω; Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή, περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε... Ο απόηχος απ' το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων - λένε... Πάντως, ποτέ - μα ποτέ - κανείς πια δεν τους ξανάδε...